άτονος — η, ο (AM ἄτονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος 2. «άτονες λέξεις» εκείνες που δεν τονίζονται νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός 2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος 3. φρ. «άτονο έλκος» δυσκολοθεράπευτη… … Dictionary of Greek
ομφαλεπίδεσμος — ο 1. επίδεσμος που τοποθετείται στο κολόβωμα τού ομφαλού τού νεογνού, μέχρι την απόπτωσή του και την επούλωση τού κολοβώματος 2. κηλεπίδεσμος που συγκρατεί στη θέση τους τα κοιλιακά σπλάγχνα τών ατόμων που πάσχουν από ομφαλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
ονυχόπτωση — και ονυχοπτωσία, η ιατρ. μαλάκυνση και απόπτωση τών νυχιών, η οποία παρατηρείται σε περιπτώσεις σοβαρών μολύνσεων και δηλητηριάσεων … Dictionary of Greek
κηρίο, μολυσματικό — Μολυσματική δερματική πάθηση που προκαλείται από πυογόνους κόκκους (στρεπτόκοκκοι και σταφυλόκοκκοι). Εκδηλώνεται αρχικά με μικρές κοκκινωπές κηλίδες, που γρήγορα εξελίσσονται σε φλύκταινες με πύον, οι οποίες σπάνε και δημιουργούν εφελκίδες… … Dictionary of Greek